Εγεννήθη ο Κυριος , αδελφοί μου, από γυναίκα , δια να ευλογήση την γυναίκα , επειδή και η γυναίκα έλαβε πρώτον την κατάραν εις τον παρσάδεισον, η γυναίκα εκρήμνισε τον κόσμον και τον επήγε εις την κόλασιν , πάλιν η γυναίκα εγέννησε τον Χριστόν και έλαβε την ευλογίαν.
Εγεννήθηκεν ο Κυριος από αρραβωνιασμένην , δια να ευλογήση τον γάμον , επειδή και η αρραβώνα είνε αρχή του γάμου, δια να δείξη και εσένα παράδειγμα , πως το δακτυλίδι οπού πρώτον δίδει ο άνδρας εις την γυναίκα πρέπει να είνε μαλαματένιο και να το βάλη εις το δάκτυλό της η γυναίκα καθαρή ωσάν ετούτο το μάλαμα. Ε , τότες να το δεχτής και να το βάλης εις το δάκτυλό σου , και να προτιμήσης να χάσης την ζωήν σου και το κεφάλι σου παρά να καταπατήσης την τιμήν του ανδρός σου. Ομοίως στέλνεις και εσύ η γυναίκα εις τον άνδρα ένα δακτυλίδι ασημένιο, να τον διδάξης και αυτόν. Του φανερώνεις με το δακτυλίδι και λέγεις πως ανίσως και εσύ ο άνδρας και είσαι στέρεος ωσάν το ασήμι , ε , τότες να το δεχτής και να το βάλης εις το δάκτυλό σου, και να βάνης την ζωήν σου και το κεφάλι σου δια την γυναίκά σου. Αυτό φανερώνει η αρραβώνα του γάμου. Να χαίρεστε και να ευφραίνεστε χιλιάδες φορές οι παντρεμένες τίμια δια τα πολλά καλά οπού σας εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός· σας εχάρισε και ευλογημένον γάμον. Να κλαίετε δια τούς ασεβείς και απίστους· ανάμεσα εις τα πολλά κακά οπού έχουν , έχουν και καταφρονεμέννον γάμον.
Πως γίνεται ομοίως ο γάμος των χριστιανών ευλογημένος και πως γίνεται καταφρονημένος, ήγουν κατηραμένος , δεν είνε εδικόν μου έργον να ηξεύρω και να το διδάσκω· εγώ πρέπει να ηξεύρω την καλογερικήν μου να σωθώ. Είνε άπρεπον ο καλόγηρος να διδάσκη περί γάμων. Μα πάλιν από το άπρεπον εβγαίνομεν κέρδος. Εκείνο οπού ηθελα να σου ειπώ εγώ , παιδί μου, έπρεπεν ο πατέρας σου και η μητέρα σου να σου τα ειπή. Μα επειδή και εκείνοι δεν ηξεύρουν να σου τα ειπούν, σου λέγω εγώ παραμικρόν, ζήτησε και από λόγου σου να μάθης τα πολλά.
Άκουσε , παιδί μου· όταν θέλης να υπανδρευθής , να ζητήσης πρώτον , γυναίκα να μην είνε από την συγγένειά σου , οπού το εμπποδίζει ο νόμος της Εκκλησίας· δεύτερον, να έχη τον φόβον του Θεού εις την ψυχήν της· και τρίτον, να είνε στολισμένη με την εντροπήν. Επήρες γυναίκα πτωχή, επήρες σκλάβα· επήρες γυναίκα πλούσια , έγινες εσύ σκλάβος , επήρες ραβδί της κρεφαλής σου. Πρώτον να εξομολογήσθε και να στεφανώνεστε εις την εκκλησίαν.
Και πως πρέπει ναστεφανώνεστε; Να πάρη ο παπάς το νουνό , το γαμβρό και τη νύφη , ένα δύο ανθρώπους, να πάρη μία λειτουργία, να βάλη τα στέφανα, δύο δακτυλίδια και δύο λαμπάδες. Να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν. Να βάνη τον άνδρα εις τα δεξιά και την γυναίκα εις τα αριστερά και να πηγαίνη μέσα εις το άγιον Βήμα ο παπάς να ανάψη τας δύο λαμπάδας και να κρεμάση τα στεφάνια εμπρός εις την αγίαν Τράπεζαν και να βάνη τα δύο δακτυλίδια επάνω, το ένα να τηράζη μέσα και το άλλο έξω, διατί φανερώνει πως όταν γυρίζη ο αρραβωνιαστικός και τηράζη την αρραβωνιαστικήν, να γυρίζη το πρόσωπόν της από το άλλο μέρος· ομοίως και η αρραβωνιαστική τον γαμβρόν. Και ωσάν τελειώση την Λειτουργίαν, να πάρη το γαμβρό και τη νύμφη να τούς βάλη αντάμα. Και να πάρη το θυμιατό και τις δύο λαμπάδες αναμμένες, να θυμιάση το γαμβρό σταυροειδώς τρεις φορές.
Το θυμιατό σημαίνει την Δεσποινα, την Θεοτόκον· τα κάρβουνα είνε μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται· έτσι και η Δεσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε. Το θυμίαμα σημαίνει το Πανάγιον Πνεύμα, το κούπωμα του θυμιατού σημαίνει την σκέπην του Αγίου Πνεύματος , οι τρεις αλυσίδες σημαίνουν την διδασκαλίαν των αγίων Αποστόλων. Και έτσι θυμιάζει ο ιερεύς τον γαμβρόν, τον διδάσκει λέγοντάς του: Εγώ ετούτο προσκυνώ· και αν θέλης και εσύ και είσαι χριστιανός ορθόδοξος , ετούτο προσκύνα. Και έτσι σκύφτει και προσκυνεί και ο παπάς και ο γαμβρός. Αυτό σημαίνει το θυμιατό.
Και ερωτά ο παπάς τον γαμβρόν: Θελεις την Μαρίαν δια γυναίκά σου; Ανίσως και ειπή: Την θέλω, του δίδει την λαμπάδα. Ομοίως ρωτά και την νύμφην: Θελεις εσύ, Μαρία, τον Ιωάννην δια άνδρα; Ανίσως και τον θέλη, δεν ομιλεί , μόνον σκύπτει την κεφαλήν της· ει δε και δεν τον θέλει και είνε χωρίς το θέλημά της, φωνάζει: Δεν τον θέλω. Και ωσάν ειπή πως δεν τον θέλει, ο παπάς να μη βάλη χέρι να τούς στεφανώση, διότι κολάζονται. Αν είνε με το θέλημα και των δύο, ε, τότες να του στεφανώνει. Και έπειτα από το στεφάνωμα να τούς μεταλαμνβάνη τα Άχραντα Μυστήρια. Και ανίσως έχουν κανένα εμπόδιο, ας τούς κοινωνήση το κοινόν ποτήριον. Ύστερα τούς παίρνουν ψάλλοντας, και πηγαίνοντας εις το σπίτι κάνει δέξησιν ο παπάς , ευλογεί την τράπεζαν και φεύγει.
Και ωσάν περάσουν τρεις ημρες, ε, τότες να σμίγετε το άνδρόγυνον· και να φυλάγετε τις Κυριακές, εορτές με ευγένειαν, ωσάν χριστιανοί. Δεν έδωσεν ο Θεός την γυναίκα δια πορνείαν, αλλά δια παιδιά. Και να μην κοιμάστε εις ένα στρώμα την Κυριακήν, διότι μας γκρεμνίζει ο διάβολος, και μάλιστα τις εορτές. Και εσύ ο άνδρας να φεύγης την ξένην γυναίκα καθώς φεύγεις το φίδι. Και όχι μόνον την ξένην γυναίκα, αλλ’ είνε καιρός να φεύγης και την εδικήν σου. Έτυχεν η γυναίκά σου και έχη συνήθειαν η εγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι, η εγέννησε και δεν εσαράντισε, δεν εκαθαρίστηκε. Και εάν θέλης να σμίξης με τη γυναίκά σου, πάρε παράδειγμα· ρώτησε τον γεωργόν να ιδής πόσες φορές σπέρνει το χωράφι το χρόνο. Μιαν φοράν και το αφήνει ως οπού γίνεται, και τότε το θερίζει· και ύστερα πάλιν, ωσάν θέλη, το ματασπέρνει. Ομοίως και εσύ , αδελφέ μου. Έσμιξες με την γυναίκά σου , εγγαστρώθηκε; Αναχώρησε έως οπού γεννήση , να σαραντίση και καθαρισθή , και τότε σπέρνεις και άλλο. Και κάμε σαράντα , πενήντα παιδιά. Ήθελα να σου ειπώ ένα λόγον, μα είνε αισχρός κομμάτι και θέλετε με κατηγορήσετε. Δεν βλέπετε τα ζώα που σμίγουν έως που εγγασρωθή το θηλυκόν και ωσάν γεννήση, ε, τότες ματασμίγουν; Και ημείς οι άνθρωποι δεν τα ντρεπόμαστε να είμαστε χειρότεροι και από τα ζώα; Μα πάλιν δεν ημπορείς να κάμνης αυτό, σου πέφτει βαρύ; Καμε άλλο· ταπεινώσου και ειπέ πως είσαι ανάξιος, αμαρτωλός και χειρότερος από τα ζώα· κατηγόρησε του λόγου σου, και έτσι ημπορεί να σε σπλαχνισθή ο Θεός να σε σώση. Αμή να κάμης την αμαρτίαν, να καυχάσαι, να λέγης πως είσαι άγιος, γίνεται τούτο να είνε; Ωσάν παιδιά μου πνευματικά σας συμβουλεύω· σας το είπα πως εις σε λόγου μου είνε άπρεπον να τα λέγω αυτά, μα τι να κάμω πάλιν; Βλέποντας το γένος μας εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται, εστενεύτηκα και σας είπα αυτά, δια να ωφεληθήτε τίποτες.
Και να είνε ο άνδρας ως βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζίρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν κεφαλή και η γυναίκα ωσάν σώμα, τότε ευλογεί ο Θεός τον άνδρα και την γυναίκα και τα παιδιά σας και δεν σας κολλά κανένα κακόν πράγμα , μήτε αμποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα. Έτσι περνάτε και εδώ καλά και πηγαίνετε και εις τον παράδεισον να χαίρεστε πάντοτε. Και πλέον εξουσίαν δεν έχετε να χωρίζεστε και μόνον ο θάνατος και η πορνεία σας χωρίζει. Και αν τύχη και ξεπέση η γυναίκα με άλλον άνδρα η ο άνδρας με άλλην γυναίκα, έχουν χρέος να πηγαίνουν εις τον αρχιερέα να τούς χωρίζη. Μα πάλιν εκείνος οπού αδικηθή από την γυναίκά του, και δεν την χωρίση, έχει μισθόν εις την ψυχήν του. Αμή είνε τρόπος η γυναίκά σου να πορνεύση με άλλον και να την συγχωρήσης; Είνε. Και τι τρόπος είνε; Εσύ, παιδί μου, πηγαίνεις την ξενειτιά, εις το χωράφιον, η γυναίκά σου εξέπεσε με άλλο πρόσωπον. Ήλθε ς εις το σπίτι σου. Τι πρέπει να κάμη η γυναίκά σου; Πρέπει να πάρη ένα τσεκούρι και ένα ξύλο και να σου βάλη μίαν μετάνοιαν και να σου φιλήση το χέρι και να ειπή: Παρε ετούτο το τσεκούρι και το ξύλο και να με κάμης χάριν· βάλε με επάνω να με κάμης λιανά κομμάτια , ρίξέ με να με φάνε οι σκύλοι, διατί δεν είμαι άξια να βλέπω το πρόσωπόν σου , επειδή και εκαταπάτησα την τιμήν σου και από εκεί οπού ήμουν θυγατέρα του Χριστού, έγινα θυγατέρα του διαβόλου. Τι λέγεις , παιδί μου, σε βαστά η καρδιά σου να την σκοτώσης η να την συγχωρέσης; Με φαίνεται πως θα πης: ας είσαι συγχωρεμένη, μα άλλην φοράν να μη το ματακάμης. Αμή πότε την χωρίζεις; Όταν έλθης από την ξενιτειά και το μάθης από τον γείτονά σου, τότε βιάζεσαι εξ ανάκγης να την χωρίσης. Έτσι και ο Κυριος αύριον εις την Δευτέραν Παρουσίαν, ανίσως και μας εύρη ανεξομολόγητους, αμετανοήτους, αδιορθώτους, βιάζεται να μας βάλη εις την κόλασιν· ει δε όταν μας εύρη μετανοημένους, μας σπλαχνίζεται και μας βάνει εις τον παράδεισον να χαιρώμαστε πάντοτε.
Γινεται πάλιν κατηραμένος ο γάμος να πάρης γυναίκα από την συγγένειάν σου , οπού το εμποδίζει ο νόμος, και να βάνης τύμπανα και βιολιά , χορούς και τραγούδια , ντουφέκια , στολίδια , και άλλα διαβολικά καμώματα. Τοτε γίνεται κατηραμένος ο γάμος, γεννώνται τα παιδιά σας τυφλά, βουβά, κουφά , κουτσά , κακορρίζικα , σεληνιάζονται και τα βλέπετε εσείς οι γονείς και καίεται η καρδιά σας και σας θανατώνει ο Θεός παράκαιρα και σας βάνει εις την κόλασιν. Και να μην τον κάμνετε τον γάμον την Κυριακήν μόνον όποια ημέρα θέλετε της εβδομάδος. Όχι πως το εμποδίζει ο νόμος, αλλά δια τας αταξίας οπού γίνονται και μάλιστα λείπετε και από την Λειτουργίαν· και η Λειτουργία πρέπει να γίνεται ξεχωριστή δια τον γαμβρόν και δια την νύφην.
Από τις διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού
Abonnieren
Kommentare zum Post (Atom)
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen